Κατά τας παραδόσεις , κατά το έτος 1650-1700, εις την θέσιν όπου σήμερον το
Ασβεστοχώρι, υπήρχε φυλάκιον του οποίου οι άνδρες ως όργανα της ασφαλείας, εφύλαττον
τα ταχυδρομεία τα διερχόμενα εκείθεν. Τον πυρήνα επομένως του πρώτου οικισμού
απετέλεσαν αι ολίγαι οικογένειαι των φυλάκων αυτών και ωνομάσθησαν πασβάνται(νυχτοφύλακες)
εξ ου και παρεφθαρμένως οι κάτοικοι απέκτησαν την ονομασίαν Παϊζανοί,
η οποία και διετηρήθη και εις το μέλλον.
Αυτοί όμως οι τεταγμένοι δια την φρούρησιν της ασφαλείας του ταχυδρομείου, εσκανδαλίσθησαν
κάποτε να ληστεύσουν το ταχυδρομείον, φονεύσαντες τον ταχυδρόμον, σκηνοθετήσαντες
μίαν επίθεσιν ληστών , οι οποίοι δήθεν εξηνάγκασαν τους φύλακας να εγλειστούν
εις το φυλάκιον δια τον φόβον μη τους φονεύσουν οι λησταί και ούτω εκείνοι ανενόχλητοι
απεκόμισαν τον ταχυδρομικόν σάκκον με το περιεχόμενον εις χρήματα . Γενομένων
όμως ανακρίσεων επί του τόπου του εγκλήματος, διεπιστώθη, με απόδείξεις αναμφισβητήτους,
ότι οι δράσται του εγκλήματος ήσαν αυτοί ούτοι οι φύλακες και κατεδικάσθησαν
εις ισόβιον εξορίαν, αποσταλέντες εις Προύσσαν της Μ. Ασίας, η οποία την εποχήν
εκείνην ήτο η πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους...
Εκεί μετά παρέλευσιν ετών τινών εγένοντο έργα στρατιωτικά δια την κατασκευήν
των οποίων εχρησιμοποιήθησαν όλοι οι εξόριστοι και απέδωσαν κατ' επάγγελμα εις
ο ανήκον.
Οι εν λόγω φύλακες εδήλωσαν ότι είναι ασβεστοποιοί και ως τοιούτους τους ανετέθη
η παραγωγή της απαιτουμένης δια τα έργα ποσότης ασβέστου, τοις διετέθησαν τα
εφόδια:πέτρωμα ασβεστολίθου, δάσος δια την καύσιμον ύλην και εργάτας εκ των
εξορίστων.
Τα κρατικά αυτά έργα ετελείωσαν εντός δύο τριών ετών , μετά δε την αποπεράτωσιν αυτών εκλήθησαν οι ασβεστοποιοί από τον διοικητήν , ο οποίος τοις έκαμε γνωστόν ότι λόγω της σημαντικής συμβολής των δια την αποπεράτωσιν των έργων, τους χαρίζεται η υπόλοιπη ποινή και αφίνονται ελεύθεροι να επιστρέψουν στην παρτρίδα των και άν είχον να ζητήσουν κάτι άλλο.Κανένα προνόμιο δεν εσκέφθησαν οι άνθρωποι εκείνην την στιγμήν και ζήτησαν να είναι ελεύθεροι να ασκούν το επάγγελμά των σ' όλας τας πόλεις του κράτους.
Επανελθόνες εκ της εξορίας επεδόθησαν εις την ασβεστοποίαν, παρερχομένου δε του χρόνου η κατοίκησις στο χωριό ηύξανε συνεχώς με την προσφυγήν εκεί από ανέργους των γύρω χωριών και τσιφλικίων, εις τα οποία ειργάζοντο ως κολίγαι, η ζωή των οποίων ήτο μαρτυρική λόγω της τυραννίας που ήσκουν οι τσιφλικιούχοι Τούρκοι . Οι πρόσφυγες ούτοι , ως επί το πλείστον ωμιλούντες μ' ένα παρεφθαρμένον γλωσσικόν ιδίωμα, ομοιάζον το σλαυικόν , επεκράτησε τούτο στο χωριό, διότι οι μεν νέοι αυτοί κάτοικοι εδυσκολεύοντο να εκμάθουν την ελληνικήν , οι δε πρώτοι εύκολα εσυνήθιζαν την ομιλουμένην υπό των άλλων. Πληθυνομένων όθεν των κατοίκων συνεχώς και μη υπαρχόντων άλλων πόρων ζωής, των εδαφών της περιφερείας του χωριού όντων ακαταλλήλων δια καλλιέργειαν, ως ασβεστοποιοί εξενειτεύοντο τακτικά καθ' ομάδας , τα πρώτα δε ταξείδιά των εγένοντο εις την Προύσαν, εις την περιφέρειαν της οποίας εύρισκον εργασίαν. Αι ομάδες αυταί ανεχώρουν απ' το χωριό τον Φεβρουάριο και επέστρεφαν μόλις επήρχετο ο χειμών, τον Οκτώβριο-Νοέβριο , ωνομάσθησαν δε προυσαλήδες. Προυσαλήδες δε ωνομάζοντο γενικώς οι ξενιτευμένοι."Φεύγουν οι προυσαλήδες όταν ανεχώρουν και έρχονται οι προυσαλήδες " , όταν επέστρεφαν, τόσον δε η αναχώρησις όσον και η επιστροφή ανηγγέλλετο με συνεχείς πυροβολισμούς της κάθε ομάδος.Και προυσαλήδες ελέγοντο κ' εκείνοι που αργότερα εξενειτεύοντο και σ' άλλα κράτη, Βουλγαρίαν και Σερβίαν.
Τοιούτος ήτο ο οικισμός του χωρίου μέχρι το 1812 , οπότε με τον διωγμόν των
χριστιανών της Ηπείρου, του Αλή Πασά , διεσκορπίσθησαν οι κάτοικοι αυτοί ανά
τας διαφόρους πόλεις και χωριά.Ούτω και στο χωριό προσέφυγον μερικαί οικογένειαι
εξ Αγράφων καταγόμεναι, με την εγκατάστασην των οποίων ήλλαξεν η μορφή του χωριού
και έλαβε μια υπόστασι κοινότητος.
Εξ αυτών των οικογενειών αι κυριότεραι ήσαν αι εξής:
1ον ) Η του παπά Οικονόμου μετά των υιών του Αναστασίου και Αθανασίου αμφοτέρων
μορφωμένων, του ενός διδασκάλου και του ετέρου καθηγητού, με το επίθετον Οικονομίδης,
οι οποίοι πρωτοστατήσαντες εις δράσιν επ' αγαθώ της κοινότητος επί πολλά έτη,
διεμόρφωσαν και τα κοινοτικά και τα σχολικά έτη πλέον, του Αναστασίου ως διευθυντού
μονίμου του αρρεναγωγείου επί 40 ετίαν , του δε Αθανασίου Οικονομίδου ως καθηγητού
εις Θεσσαλονίκην.
2ον) Η οικογένεια Χατζηαντωνίου, 3ον)Πολύζου μετέπειτα Πολυζοπούλου, 4ον)οικογένεια
Γκίκα, 5ον)Παπακυριακού, 6ον) Δείνα 7ον) Δαυίδοβιτς-Μανιά 8ον)Χατζηδιονυσίου,
9ον)Τσιώλα-Ψάλτου 10ν)Πασχάλη, 11ον) Χατζηαστερίου και τινων άλλων.Αι οικογένειαι
αυταί κατά το πλείστον επαγγελματίαι , ιερείς , ράπται, κοσμηματοποιοί , υποδηματοποιοί
,διέμενον μονίμως στο χωριό, των άλλων ξενιτευομένων. Τα κοινοτικά, σχολικά
και εκκλησιαστικά διεχειρίζοντο αυτοί, ρυθμίζοντες δια μεν τα κοινοτικά την
κοινοτικήν αρχήν με τον μουχτάρην και δύο αζάδες, τα σχολικά με την εφορίαν
και την εκκλησίαν με την εκκλησιαστικήν επιτροπήν.
Αι οικογένειαι αυταί κατά το πλείστον εγκατεστάθησαν
εις την νότιον πλευράν του χωριού, κατά μήκος ενός λάκκου, ο οποίος και ωνομάσθη
(βλάσκα ριάκα) ήτοι βλάχικος λάκκος. Μετά πάροδον δε αρκετών ετών εθέσπισαν
επί το τελειότερον το διοικητικόν σύστημα με δημογεροντίαν, την οποίαν
εξέλεγεν ο λαός δια μίαν τετραετίαν και η οποία διώριζε τον μουχτάρην με τους
αζάδες, την σχολικήν εφορίαν και την εκκλησιαστικήν επιτροπήν, και αι τρεις
δε αυταί υπηρεσίαι έδιδον άμα τη λήξει του έτους λόγον των πράξεών των και ανεδιωρίζοντο
ή αντικαθίσταντο αναλόγως της εκπληρώσεως της αποστολής των. Με το άρτιον τούτο
σύστημα ανεπτύχθησαν τα κοινοτικά, τα εκκλησιαστικά και τα σχολικά του χριού,
τα οποία με την δημιουργίαν εξαταξίου
αρρεναγωγείου , παρθεναγωγείου και νηπιαγωγείου,
έγιναν υπόδειγμα εις όλην την Μακεδονίαν, η δε κοινότης ηξιώθη να αποκτήση τα
αξιόλογα κοινοτικά καταστήματά της.
Αυτό είναι εις μικράν αλλ' ακριβή εικόνα το ιστορικόν του χωρίου Ασβεστοχώριον.
Σημείωση:Διατηρήθηκε η ορθογραφία και η σύνταξη του Ν.Σφενδόνη